- ὑπόπορτις
- ὑπόπορτιςwith a calf under herfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόπορτις — όρτιος, ἡ, Α (επικ. τ.) 1. (για αγελάδα) αυτή που έχει κάτω από τον μαστό της μοσχάρι 2. μτφ. μητέρα που θηλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πόρτις «νεαρή αγελάδα»] … Dictionary of Greek
ὑπόπορτιν — ὑπόπορτις with a calf under her fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)